σελοφάν

σελοφάν
Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε φύλλα λεπτά και συνεχή, τα οποία πλαστικοποιούνται με γλυκερίνη. Τελευταία επεξεργασία είναι η ξήρανση: πραγματοποιείται αργά σε θερμαινόμενους κυλίνδρους, οι οποίοι προκαλούν και το τέντωμα των φύλλων και τα προφυλάσσουν από το πιθανό τσαλάκωμα εξαιτίας της αφυδάτωσης κατά την ξήρανση. Σύμφωνα με άλλη μέθοδο επεξεργασίας του σ., η βισκόζη πέφτει ανάμεσα σε δυο κυλίνδρους, που περιβάλλονται από αδρανές υγρό, και με τη συμπίεση σχηματίζονται τα φύλλα τα οποία ακολούθως υφίστανται παραπέρα βελτιώσεις. Στην τελική τους μορφή, τα φύλλα του σ. είναι αδιαπέραστα από τα υγρά και τα αέρια, ζαρώνουν όμως στην υγρασία και δεν αντέχουν σε θερμό πιεστήριο. Έχουν διάφορα χρώματα και χρησιμοποιούνται σε πολλές περιπτώσεις συσκευασίας για την προφύλαξη προϊόντων και για λόγους ανθεκτικότερης εμφάνισης τους. Εφαρμογές του σ. γίνονται επίσης σε επενδύσεις ηλεκτροφόρων καλωδίων και στη βιομηχανία υαλοπινάκων ασφάλειας. Σελοφάν αποθηκευμένο σε ειδικό διαμέρισμα εργοστασίου παραγωγής του συνθετικού αυτού προϊόντος. Τα φύλλα του σελοφάν είναι αδιαπέραστα από τα υγρά και τα αέρια, ζαρώνουν όμως στην υγρασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… …   Dictionary of Greek

  • βισκόζη — Κολλοειδές κυτταρινικό διάλυμα, που σχηματίζεται κατά την αντίδραση της αλκαλικής κυτταρίνης (κυτταρίνη σε υδάτινο διάλυμα καυστικού νατρίου) με διθειούχο άνθρακα. Η β. είναι διάλυμα ιξώδες, με πυκνότητα 1,12 γρ./κ.εκ. Έχει χρώμα ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • διθειάνθρακας — Οργανική ένωση με τύπο CS2 που παρασκευάζεται κυρίως με την επίδραση θείου σε φυσικό αέριο. Είναι πτητικό υγρό, βαρύτερο από το νερό, με χαμηλό σημείο βρασμού και μεγάλη τοξικότητα. Με επίδραση χλωρίου σε δ., παρουσία καταλυτών, σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”