- σελοφάν
- Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε φύλλα λεπτά και συνεχή, τα οποία πλαστικοποιούνται με γλυκερίνη. Τελευταία επεξεργασία είναι η ξήρανση: πραγματοποιείται αργά σε θερμαινόμενους κυλίνδρους, οι οποίοι προκαλούν και το τέντωμα των φύλλων και τα προφυλάσσουν από το πιθανό τσαλάκωμα εξαιτίας της αφυδάτωσης κατά την ξήρανση. Σύμφωνα με άλλη μέθοδο επεξεργασίας του σ., η βισκόζη πέφτει ανάμεσα σε δυο κυλίνδρους, που περιβάλλονται από αδρανές υγρό, και με τη συμπίεση σχηματίζονται τα φύλλα τα οποία ακολούθως υφίστανται παραπέρα βελτιώσεις.
Στην τελική τους μορφή, τα φύλλα του σ. είναι αδιαπέραστα από τα υγρά και τα αέρια, ζαρώνουν όμως στην υγρασία και δεν αντέχουν σε θερμό πιεστήριο. Έχουν διάφορα χρώματα και χρησιμοποιούνται σε πολλές περιπτώσεις συσκευασίας για την προφύλαξη προϊόντων και για λόγους ανθεκτικότερης εμφάνισης τους. Εφαρμογές του σ. γίνονται επίσης σε επενδύσεις ηλεκτροφόρων καλωδίων και στη βιομηχανία υαλοπινάκων ασφάλειας.
Σελοφάν αποθηκευμένο σε ειδικό διαμέρισμα εργοστασίου παραγωγής του συνθετικού αυτού προϊόντος. Τα φύλλα του σελοφάν είναι αδιαπέραστα από τα υγρά και τα αέρια, ζαρώνουν όμως στην υγρασία.
Dictionary of Greek. 2013.